- συμπολίτευση
- η / συμπολίτευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι]νεοελλ.το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξημσν.μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπουςαρχ.η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να είναι κανείς πολίτης τού ίδιου κράτους με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.